- ισπανομάθεια
- η знание испанского языка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισπανομάθεια — η [ισπανομαθής] η γνώση τής ισπανικής γλώσσας … Dictionary of Greek
ισπανομάθεια — η η γνώση της ισπανικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)